- παραληπτός
- παραληπ-τός, ή, όν,A to be received, opp.
παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b
.II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράληπτος — ον, Μ [παραλαμβάνω] αυτός που έχει συλληφθεί αιχμάλωτος … Dictionary of Greek
παραληπτός — ή, όν, Α [παραλαμβάνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς 2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
παραληπτόν — παραληπτός to be received masc acc sg παραληπτός to be received neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτῆς — παραληπτός to be received fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτά — παραληπτά̱ , παραληπτής receiver masc nom/voc/acc dual παραληπτής receiver masc voc sg παραληπτής receiver masc nom sg (epic) παραληπτός to be received neut nom/voc/acc pl παραληπτά̱ , παραληπτός to be received fem nom/voc/acc dual παραληπτά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληπτικός — και παραλημπτικός, ή, όν, Α [παραληπτός] αυτός που χρησιμοποιείται προκειμένου να μετρήσει ή να υπολογίσει κανείς κάτι («παραλημπτικὸν μέτρον», πάπ.) … Dictionary of Greek